- ορεγνυμι
- ὀρέγνυμιὀρέγνῡμι(= ὀρέγω См. ορεγω)
(только part.) протягивать, простирать
χεῖρας ὀρεγνύς Hom. или ὀρεγνύμενος Anth. — простирая руки
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(только part.) протягивать, простирать
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ορέγνυμι — ὀρέγνυμι (Α) (μόνο στις μτχ. ὀρεγνύς και ὀρεγνύμενος) ορέγω*, απλώνω τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεγ τού ὀρέγω, κατά τα ρ. σε νυμι (πρβλ. όρ νυμι)] … Dictionary of Greek
ὀρεγνυμένη — ὀρέγνυμι pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεγνυμένην — ὀρέγνυμι pres part mid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεγνύμενος — ὀρέγνυμι pres part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεγνύντες — ὀρέγνυμι pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεγνύς — ὀρεγνύ̱ς , ὀρέγνυμι pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)